αεριοποιήσιμος

αεριοποιήσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να αεριοποιηθεί, να μετατραπεί σε αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεριοποίηση
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifiable].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”